πορφυρόβαπτος

πορφυρόβαπτος
-ον, Α
βαμμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βαπτός (< βάπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορφυρόβαπτος — purple dyed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυροβάπτοις — πορφυρόβαπτος purple dyed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PEDES Mensarum — apud Romanos, eburnei erant, Iaminis putamin um testudineorum minutim sectis obducti coopertique. Plin. l. 9. c. 11. Testudinum putamina secare in laminas, lectosque et repositoria bis vestire, Carvilius Pollio instituit, prodigi et sagacis ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πορφυροβαπτική — ἡ, Μ [πορφυρόβαπτος] η τέχνη τής βαφής πορφυρών υφασμάτων …   Dictionary of Greek

  • πορφυροβαφής — ές, ΜΑ ο πορφυρόβαπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. ερυθρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • τυριάνθινος — και τυριάντινος, ίνη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας τής Τύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tyrianthinus «Τύριος ιάνθινος, πορφυρόβαπτος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”